- κοπελούδα
- ηυποκορ. του κοπέλα μικρή κόρη, κορασίδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοπελούδα — και κοπελούλα, η (Μ κοπελούδα) μικρή κοπέλα, μικρό κορίτσι, κοπελίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπέλα + υποκορ. κατάλ. ούδα (πρβλ. πλεξ ούδα)] … Dictionary of Greek
κοπελλούδα — η βλ. κοπελούδα … Dictionary of Greek
κοπελούδι — το κοπελούδα, κοπελίτσα, μικρό κορίτσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπέλα + υποκορ. κατάλ. ούδι (πρβλ. αγγελ ούδι, μαθητ ούδι)] … Dictionary of Greek
κοπελούδι — το βλ. κοπελούδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)